- πήρα
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Αοδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)νεοελλ.1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη σύλληψη τών ψαριών2. φρ. «κυνηγετική πήρα» — σάκος, συνήθως δερμάτινος ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (πρβλ. θύλακος, σάκος). Ο τ. αποτελεί πιθ. δάνειο και ανήκει στην κατηγορία τών λέξεων με ευρεία διάδοση].
Dictionary of Greek. 2013.