πήρα

πήρα
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α
οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)
νεοελλ.
1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη σύλληψη τών ψαριών
2. φρ. «κυνηγετική πήρα» — σάκος, συνήθως δερμάτινος ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (πρβλ. θύλακος, σάκος). Ο τ. αποτελεί πιθ. δάνειο και ανήκει στην κατηγορία τών λέξεων με ευρεία διάδοση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πήρα — πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc/acc dual πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πήρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρᾳ — πήρᾱͅ , πήρα leathern pouch fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύλλου Πήρα — Πηγή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή της σημερινής Καισαριανής, στην τοποθεσία Κίλλεια. Βλ. λ. Κίλλεια …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήρας — πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem acc pl πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήραν — πήρᾱν , πήρα leathern pouch fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρᾶν — πήρα leathern pouch fem gen pl (doric aeolic) πηρός disabled in a limb masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηράν — πηρά̱ν , πηρός disabled in a limb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρῶν — πήρα leathern pouch fem gen pl πῆρος loss of strength neut gen pl (attic epic doric) πηρός disabled in a limb fem gen pl πηρός disabled in a limb masc/neut gen pl πηρόω maim pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηρόω maim pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”